πυραμοειδῆ

πυραμοειδῆ
πυραμοειδής
pyramidal
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πυραμοειδής
pyramidal
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πυραμοειδής
pyramidal
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οβελίσκος — Μνημείο της αρχαίας Αιγύπτου, τετράεδρος, επιμήκης λίθινος στύλος –συνήθως μονολιθικός– που καταλήγει σε πυραμοειδή κορυφή. Η εμφάνιση του ο. συνδέεται με τη λατρεία του Ρα και παραμένει πάντοτε ηλιακό σύμβολο. Τα αρχαιότερα δείγματα ανάγονται… …   Dictionary of Greek

  • CASTELLAMENTUM — apud Arnob. l. 2. Ut spirulas et botulos facerent, isicta, Castellamenta, Lucanicas, suminatam cum his carnem et glaciali conditione tuceta; idem quod πυραμὶς, apud Clem. Alex. Protrepticô: farciminis scil. genus Ioanni a Wower Not. ad Minucium… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μιναρές — Πύργος από τον οποίο καλούνται σε προσευχή οι μουσουλμάνοι. Είναι χτισμένος δίπλα στο τζαμί ή αποτελεί τμήμα του. Οι πρώτοι μ. είχαν συνήθως μια στριφτή εσωτερική σκάλα. Οι μ. της Αιγύπτου, του Ιράκ, του Ιράν και των χωρών της Κεντρικής και Μέσης …   Dictionary of Greek

  • σκιαδοπίτυς — (sciadopitys). Γυμνόσπερμο της οικογένειας των Ταξοδιιδών (κωνοφόρα) με μοναδικό είδος τη σ. τη σπονδυλωτή (sc. verticil lata), φυτό ιθαγενές της Ιαπωνίας. Η σ. είναι δέντρο αείφυλλο, που φτάνει ως τα 40 μ. ύψος και έχει κορυφή πυραμοειδή. Τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”